- τετελευτηκότος
- τελευτάωbring to passperf part act masc/neut gen sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ABANNATIO — ἀπενιαυτισμός Graecis, annuum denotat exilium, quodindici olim apud Graecos, illis solebat, qui involuntariam caedem commisissent, Budaeus in Annotat. l. aut facta. 16. §. eventus, ff. de poen. vide Calvin. Lexic.Iurid. Sicariorum enim ἐκ… … Hofmann J. Lexicon universale
πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… … Dictionary of Greek
συναποσεμνύνω — Α εκθειάζω μαζί με άλλον («τὸ δὲ πλῆθος ἐπευφημεῑ καὶ συναποσεμνύνει τὴν δόξαν τοῡ τετελευτηκότος», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποσεμνύνω «εξυμνώ, εγκωμιάζω»] … Dictionary of Greek
ЕВСТАФИЙ — [греч. Εὐστάθιος], свт. (пам. 21 февр., пам. греч. 23 авг.), еп. Антиохийский (до 337?), отец Церкви. Жизнь Согласно блж. Иерониму Стридонскому, Е. род. в г. СидаПамфилийская (на юге М. Азии) (Hieron. De vir. illustr. 85). О его жизни до… … Православная энциклопедия